- εμπειροπόλεμος
- η , ο [ος , ον ] опытный в военном деле; закалённый в боях, имеющий боевой опыт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐμπειροπόλεμος — experienced in war masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπειροπόλεμος — η, ο (AM ἐμπειροπόλεμος, ον) αυτός που έχει πείρα τής στρατιωτικής ζωής και τής τεχνικής τών μαχών … Dictionary of Greek
εμπειροπόλεμος — η, ο ο έμπειρος στα πολεμικά, που έχει πολεμική πείρα, παλαίμαχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμπειροπολεμώτατα — ἐμπειροπόλεμος experienced in war adverbial superl ἐμπειροπόλεμος experienced in war neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειροπολέμως — ἐμπειροπόλεμος experienced in war adverbial ἐμπειροπόλεμος experienced in war masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειροπόλεμον — ἐμπειροπόλεμος experienced in war masc/fem acc sg ἐμπειροπόλεμος experienced in war neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειροπολέμοις — ἐμπειροπόλεμος experienced in war masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειροπολέμους — ἐμπειροπόλεμος experienced in war masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειροπολέμων — ἐμπειροπόλεμος experienced in war masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειροπόλεμοι — ἐμπειροπόλεμος experienced in war masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαΐφρων — (I) δαΐφρων ( ονος), ον (Α) 1. (ως επίθ. πολεμιστών) ο εμπειροπόλεμος, όποιος έχει πείρα και δεξιότητα στα πολεμικά 2. (για ιδιότητες ή καταστάσεις) αυτός που έχει ή προκαλεί γενναίο και υπερήφανο φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Όμηρο ήδη μαρτυρούνται… … Dictionary of Greek